λευκαία

λευκαία
λευκαία, , a synonym (perh. a variety) of σπάρτος, used for cordage or tackle, Moschio ap.Ath.5.206f:—written [full] λευκέα in BGU544.5 (ii A.D.), Artem.3.59 (who dists. it from κάνναβις), Hsch.
II = λεύκη 11.1,

λευκαίας στέφανος IG12(1).155

iii 79, iv 118:—hence [full] Λευκαῖος Ζεύς, Zeus of the white poplar, Paus.5.5.5
.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκαία — και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη] 1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο 2. συνεκδ. το σχοινί 3. το φυτό λεύκα 4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας …   Dictionary of Greek

  • λευκαίας — λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem acc pl λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …   Dictionary of Greek

  • λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”